Δείτε επίσης: ἀλητεύω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αλητεύω < αρχαία ελληνική ἀλητεύω

αλητεύω

  1. γυρίζω έξω στους δρόμους χωρίς συγκεκριμένο ή φανερό σκοπό
    Ο γάτος μας πάλι το 'σκασε από το σπίτι. Ποιος τον ξέρει πού θα αλητεύει τώρα;
  2. αποκτώ τα χαρακτηριστικά του αλήτη
    αυτό το παιδί όσο πάει κι αλητεύει

  Μεταφράσεις

επεξεργασία