αλητεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλητεύω < αρχαία ελληνική ἀλητεύω
Ρήμα
επεξεργασίααλητεύω
- γυρίζω έξω στους δρόμους χωρίς συγκεκριμένο ή φανερό σκοπό
- Ο γάτος μας πάλι το 'σκασε από το σπίτι. Ποιος τον ξέρει πού θα αλητεύει τώρα;
- αποκτώ τα χαρακτηριστικά του αλήτη
- αυτό το παιδί όσο πάει κι αλητεύει
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αλητεύω | αλήτευα | θα αλητεύω | να αλητεύω | αλητεύοντας | |
β' ενικ. | αλητεύεις | αλήτευες | θα αλητεύεις | να αλητεύεις | αλήτευε | |
γ' ενικ. | αλητεύει | αλήτευε | θα αλητεύει | να αλητεύει | ||
α' πληθ. | αλητεύουμε | αλητεύαμε | θα αλητεύουμε | να αλητεύουμε | ||
β' πληθ. | αλητεύετε | αλητεύατε | θα αλητεύετε | να αλητεύετε | αλητεύετε | |
γ' πληθ. | αλητεύουν(ε) | αλήτευαν αλητεύαν(ε) |
θα αλητεύουν(ε) | να αλητεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αλήτεψα | θα αλητέψω | να αλητέψω | αλητέψει | ||
β' ενικ. | αλήτεψες | θα αλητέψεις | να αλητέψεις | αλήτεψε | ||
γ' ενικ. | αλήτεψε | θα αλητέψει | να αλητέψει | |||
α' πληθ. | αλητέψαμε | θα αλητέψουμε | να αλητέψουμε | |||
β' πληθ. | αλητέψατε | θα αλητέψετε | να αλητέψετε | αλητέψτε | ||
γ' πληθ. | αλήτεψαν αλητέψαν(ε) |
θα αλητέψουν(ε) | να αλητέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αλητέψει | είχα αλητέψει | θα έχω αλητέψει | να έχω αλητέψει | ||
β' ενικ. | έχεις αλητέψει | είχες αλητέψει | θα έχεις αλητέψει | να έχεις αλητέψει | ||
γ' ενικ. | έχει αλητέψει | είχε αλητέψει | θα έχει αλητέψει | να έχει αλητέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε αλητέψει | είχαμε αλητέψει | θα έχουμε αλητέψει | να έχουμε αλητέψει | ||
β' πληθ. | έχετε αλητέψει | είχατε αλητέψει | θα έχετε αλητέψει | να έχετε αλητέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν αλητέψει | είχαν αλητέψει | θα έχουν αλητέψει | να έχουν αλητέψει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλητεύω
Κοντινότερη μετάφραση στην αγγλική γλώσσα: 'hanging around' |