Δείτε επίσης: ἀλήτης, ἀλείτης, ἀλύτης
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλήτης οι αλήτες
      γενική του αλήτη των αλητών
    αιτιατική τον αλήτη τους αλήτες
     κλητική αλήτη αλήτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αλήτης αρσενικό και αλήτισσα το θηλυκό

  1. κακός χαρακτήρας, που εκμεταλλεύεται άλλους ανθρώπους
  2. άτομο που ζει στο περιθώριο, χωρίς εμφανή εισοδήματα, συχνά ρακένδυτο, που ίσως επαιτεί ή έχει αδήλωτους τρόπους να επιβιώνει, και που παράλληλα έχει κακό χαρακτήρα

Μεταφράσεις

επεξεργασία