Δείτε επίσης: αλήτης, ἀλήτης, ἀλύτης

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀλείτης < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀλείτης αρσενικό

  • αυτός που έχει διαπράξει άδικη πράξη εις βάρος άλλου
    ὣς ἐχάρη Μενέλαος Ἀλέξανδρον θεοειδέα // ὀφθαλμοῖσιν ἰδών· φάτο γὰρ τίσεσθαι ἀλείτην· (Ιλιάδα, Γ 27-8
    ὁμοίως ὁ Μενέλαος ἐχάρη ὡς εἶδ’ ἐμπρός του // τὸν θεϊκὸν ᾽Αλέξανδρον, θαρρώντας πού ᾽χε φθάσει // ἡ ὥρα νὰ ἐκδικηθῆ τὸν ἄνομον ἐχθρόν του (μετάφραση Ιάκωβου Πολυλά)

Δείτε επίσης

επεξεργασία