ἀλείτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀλείτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀλείτης αρσενικό
- αυτός που έχει διαπράξει άδικη πράξη εις βάρος άλλου
- ὣς ἐχάρη Μενέλαος Ἀλέξανδρον θεοειδέα // ὀφθαλμοῖσιν ἰδών· φάτο γὰρ τίσεσθαι ἀλείτην· (Ιλιάδα, Γ 27-8
- ὁμοίως ὁ Μενέλαος ἐχάρη ὡς εἶδ’ ἐμπρός του // τὸν θεϊκὸν ᾽Αλέξανδρον, θαρρώντας πού ᾽χε φθάσει // ἡ ὥρα νὰ ἐκδικηθῆ τὸν ἄνομον ἐχθρόν του (μετάφραση Ιάκωβου Πολυλά)
- ὣς ἐχάρη Μενέλαος Ἀλέξανδρον θεοειδέα // ὀφθαλμοῖσιν ἰδών· φάτο γὰρ τίσεσθαι ἀλείτην· (Ιλιάδα, Γ 27-8
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀλείτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀλείτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.