ἀλιτήριος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀλιτήριος < ἀλιταίνω / ἀλιτεῖν • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίαἀλιτήριος, -ος, -ον
- αμαρτωλός, που διαπράττει ύβρη προς θεό
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1, 126.11
- καὶ ἀπὸ τούτου ἐναγεῖς καὶ ἀλιτήριοι τῆς θεοῦἐκεῖνοί τε ἐκαλοῦντο καὶ τὸ γένος τὸ ἀπ᾽ ἐκείνων.
- Γι᾽ αυτό, τόσο εκείνοι που τους σκότωσαν όσο και οι απόγονοί τους θεωρούνται ιερόσυλοι και ανοσιουργοί απέναντι στην θεά.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- καὶ ἀπὸ τούτου ἐναγεῖς καὶ ἀλιτήριοι τῆς θεοῦἐκεῖνοί τε ἐκαλοῦντο καὶ τὸ γένος τὸ ἀπ᾽ ἐκείνων.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 445 (445-446)
- ἐκ τῶν ἀλιτηρίων σέ φη- | μι γεγονέναι τῶν τῆς θεοῦ.
- Καταγγέλλω ότι είσαι απ᾽ τους αθεόφοβους που πράξανε το Κυλώνειο άγος.
- Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἐκ τῶν ἀλιτηρίων σέ φη- | μι γεγονέναι τῶν τῆς θεοῦ.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1, 126.11
- ένοχος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀλιτήριος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀλιτήριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.