ἀλήτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀλήτης < ἀλάομαι (περιπλανιέμαι)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀλήτης αρσενικό
- o περιπλανώμενος (στην Οδύσσεια για ζητιάνους, στην τραγωδία επίσης για εξόριστους)
- καὶ γὰρ ἐγώ ποτε οἶκον ἐν ἀνθρώποισιν ἔναιον // ὄλβιος ἀφνειὸν καὶ πολλάκι δόσκον ἀλήτῃ // τοίῳ, ὁποῖος ἔοι καὶ ὅτευ κεχρημένος ἔλθοι· (Οδύσσεια, ρ 419-421)
- Κι ἐγὼ εἶχα σπίτια μιὰ φορὰ στὸν κόσμο, κι ἤμουν πλούσιος // κι εὐτυχισμένος, κι ἔδινα σ' ἐκείνους ποὺ γυρνοῦσαν // καὶ γύρευαν, ὅποιοι ἤτανε, κι ἀπ' ὅ,τι εἶχαν ἀνάγκη· (μετάφραση Αργύρη Εφταλιώτη)
- καὶ γὰρ ἐγώ ποτε οἶκον ἐν ἀνθρώποισιν ἔναιον // ὄλβιος ἀφνειὸν καὶ πολλάκι δόσκον ἀλήτῃ // τοίῳ, ὁποῖος ἔοι καὶ ὅτευ κεχρημένος ἔλθοι· (Οδύσσεια, ρ 419-421)
- (ως επίθετο)
- ὃς ἐὼν ἐμός τε παῖς καὶ Κορίνθου τῆς εὐδαίμονος βασιλεὺς ἀλήτην βίον εἵλευ (Ηρόδοτος, Γ.52)
Αναφορές
επεξεργασία- Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883