περιπλανώμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιπλανώμενος, μετοχή ενεστώτα του ρήματος περιπλανιέμαι <περιπλανάομαι-ῶμαι
Μετοχή επεξεργασία
περιπλανώμενος, -η, -ο
- αυτός που δεν έχει μόνιμη κατοικία, ο νομάδας
- αυτός που περιπλανιέται, περιφέρεται άσκοπα ή και βασανιστικά
- περιπλανώμενος Ιουδαίος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
περιπλανώμενος