Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιπλανώμενος η περιπλανώμενη το περιπλανώμενο
      γενική του περιπλανώμενου της περιπλανώμενης του περιπλανώμενου
    αιτιατική τον περιπλανώμενο την περιπλανώμενη το περιπλανώμενο
     κλητική περιπλανώμενε περιπλανώμενη περιπλανώμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιπλανώμενοι οι περιπλανώμενες τα περιπλανώμενα
      γενική των περιπλανώμενων των περιπλανώμενων των περιπλανώμενων
    αιτιατική τους περιπλανώμενους τις περιπλανώμενες τα περιπλανώμενα
     κλητική περιπλανώμενοι περιπλανώμενες περιπλανώμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιπλανώμενος, μετοχή ενεστώτα του ρήματος περιπλανιέμαι <περιπλανάομαι-ῶμαι

  Μετοχή επεξεργασία

περιπλανώμενος, -η, -ο

  1. αυτός που δεν έχει μόνιμη κατοικία, ο νομάδας
  2. αυτός που περιπλανιέται, περιφέρεται άσκοπα ή και βασανιστικά
    περιπλανώμενος Ιουδαίος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία