Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛ.ʁɑ̃/

  Ετυμολογία

επεξεργασία

errant < errer < δημώδης λατινική iterare, ταξιδεύω

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό errant errants
θηλυκό errante errantes

errant (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. περιπλανώμενος, πλανώμενος, νομάς
    chevalier errant - πλανώμενος ιππότης
     αντώνυμα: sédentaire
  2. αδέσποτος
    un chien errant - ένα αδέσποτο σκυλί
     αντώνυμα: domestique