ενικός         πληθυντικός  
domestique domestiques

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /dɔ.mɛs.tik/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

domestique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Επίθετο

επεξεργασία

domestique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. κατοικίδιος
  2. σπιτίσιος, σπιτικός