Ετυμολογία

επεξεργασία
sédentaire < λατινική sedentarius < sedere (κάθομαι)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /se.dɑ̃.tɛʁ/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sédentaire sédentaires

sédentaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (γεωγραφία, ιστορία, λέγεται για πληθυσμούς) μη νομαδικός
  2. που δεν θέλει να εγκαταλείπει την κατοικία του, σπιτόγατος, καθιστικός
  3. σταθερός σε έναν τόπο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sédentaire sédentaires

sédentaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  • μη νομαδικός
    peuple sédentaire/nomade - μη νομαδικός/νομαδικός λαός

Αντώνυμα

επεξεργασία