Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νομαδικός η νομαδική το νομαδικό
      γενική του νομαδικού της νομαδικής του νομαδικού
    αιτιατική τον νομαδικό τη νομαδική το νομαδικό
     κλητική νομαδικέ νομαδική νομαδικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νομαδικοί οι νομαδικές τα νομαδικά
      γενική των νομαδικών των νομαδικών των νομαδικών
    αιτιατική τους νομαδικούς τις νομαδικές τα νομαδικά
     κλητική νομαδικοί νομαδικές νομαδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νομαδικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νομαδικός (ποιμενικός) < νομάς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /no.ma.ðiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νο‐μα‐δι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

νομαδικός, -ή, -ό

  • που αποτελείται ή σχετίζεται με νομάδες

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία