νομαδικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νομαδικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νομαδικός (ποιμενικός) < νομάς
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /no.ma.ðiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νο‐μα‐δι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
νομαδικός, -ή, -ό
- που αποτελείται ή σχετίζεται με νομάδες
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- νομαδικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νομαδικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.