ποιμενικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ποιμενικός < ελληνιστική κοινή ποιμενικός < αρχαία ελληνική ποιμήν
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pi.me.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ποι‐με‐νι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
ποιμενικός
- που έχει σχέση με βοσκούς, με ποιμένες
- (ουσιαστικοποιημένο) ποιμενικό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ποιμένας
Μεταφράσεις επεξεργασία
ποιμενικός
|