πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ποιμην-, ποιμεν-
ονομαστική ποιμήν οἱ ποιμένες
      γενική τοῦ ποιμένος τῶν ποιμένων
      δοτική τῷ ποιμέν τοῖς ποιμέσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ποιμέν τοὺς ποιμένᾰς
     κλητική ! ποιμήν ποιμένες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ποιμένε
γεν-δοτ τοῖν  ποιμένοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ποιμήν' όπως «ποιμήν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία