pastor
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
pastor (en)
- ο πάστορας
Ρήμα επεξεργασία
pastor (en)
- υπηρετώ ως πάστορας
Παλαιά γαλλικά (fro) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
cas sujet | pastre | pastor |
cas régime | pastor | pastors |
pastor
- ο βοσκός
Σημειώσεις επεξεργασία
- Στην cas sujet του ενικού, μπορεί (ή όχι) να υπάρχει ένα αναλογικό s.
επεξεργασία
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- pastor < pasco < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peh- (προστατεύω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
pastor (la) αρσενικό
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pastor | pastorēs |
γενική | pastoris | pastorum |
δοτική | pastorī | pastoribus |
αιτιατική | pastorem | pastorēs |
κλητική | pastor | pastorēs |
αφαιρετική | pastore | pastoribus |
Ρουμανικά (ro) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
pastor (ro) αρσενικό
- ο πάστορας
Κλίση επεξεργασία
κλίση του pastor
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un pastor | pastorul | nişte pastori | pastorii |
γενική | a unui pastor | pastorului | a unor pastori | pastorilor |
δοτική | unui pastor | pastorului | unor pastori | pastorilor |
αιτιατική | un pastor | pastorul | nişte pastori | pastorii |
κλητική | — | - | — | - |