ποιμασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ποιμασίᾱ | αἱ | ποιμασίαι |
γενική | τῆς | ποιμασίᾱς | τῶν | ποιμασιῶν |
δοτική | τῇ | ποιμασίᾳ | ταῖς | ποιμασίαις |
αιτιατική | τὴν | ποιμασίᾱν | τὰς | ποιμασίᾱς |
κλητική ὦ! | ποιμασίᾱ | ποιμασίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ποιμασίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ποιμασίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ποιμασία < αρχαία ελληνική ποιμαίνω < ποιμήν < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *poh₂imn̥ / *poh₂imen < *peh₂- (προστατεύω) + *-men
Ουσιαστικό
επεξεργασίαποιμασία θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) (κυριολεκτικά) βόσκηση, βοσκή
- (ελληνιστική κοινή) (κατ’ επέκταση) περιποίηση, φροντίδα
- ※ καταλελοίπασι μὲν γὰρ τὴν πρὸς τῦφον συγγένειαν, ᾠκείωνται δὲ ἀγωγῇ νομίμῳ, μοῖρα τῆς ἱερᾶς ἀγέλης ἀξιώσασαι γενέσθαι, ἧς ὁ θεῖος ἀφηγεῖται λόγος, ὡς δηλοῖ τοὔνομα· ποιμασία γάρ ἐστι θεοῦ. (Φίλων ο Αλεξανδρεύς, Περὶ τῶν μετονομαζομένων καὶ ὦν ἕνεκα μετονομάζονται, 114)
- (ελληνιστική κοινή) (μεσαιωνική ελληνική) (μεταφορικά) ποιμαντορία