περιποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | περιποίηση | οι | περιποιήσεις |
γενική | της | περιποίησης* | των | περιποιήσεων |
αιτιατική | την | περιποίηση | τις | περιποιήσεις |
κλητική | περιποίηση | περιποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, περιποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιποίηση < αρχαία ελληνική περιποίησις < περιποιέω
Ουσιαστικό επεξεργασία
περιποίηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του περιποιούμαι