Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιποιούμαι < (σημασιολογικό δάνειο) ιταλική curare < αρχαία ελληνική περιποιοῦμαι ("διαφυλάσσω για τον εαυτό μου") < περιποιῶ ("αποκτώ, κάνω κάτι να είναι ψηλά")[1]
η έκφραση περιποιώ τιμή < αρχαία ελληνική περιποιῶ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.ɾi.piˈu.me/

  Ρήμα επεξεργασία

περιποιούμαι/περιποιέμαι, π.πρτ.: περιποιούμουν/περιποιόμουν, π.αόρ.: περιποιήθηκα, μτχ.π.π.: περιποιημένος, (ενεργ.: περιποιώ)

  1. φροντίζω κάποιον ή κάτι με ιδιαίτερη προσοχή
  2. (ειρωνικό) τιμωρώ κάποιον
  3. → δείτε τη λέξη περιποιώ με σημασία: αποδίδω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

Με διπλούς τύπους: περιποιούμαι, περιποιέμαι (προφορικό). → λείπει η κλίση

  Μεταφράσεις επεξεργασία

References επεξεργασία