Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποδίδω < ἀποδίδω < αρχαία ελληνική ἀποδίδωμι

  Ρήμα επεξεργασία

αποδίδω, παθητικό: αποδίδομαι

  1. (μεταβατικό) εξηγώ ένα γεγονός συνδέοντάς το με κάποιο άλλο που το θεωρώ αιτία του
    οι αναλυτές αποδίδουν την άνοδο του κόμματος στη διεθνή οικονομική κρίση
  2. (μεταβατικό) πιστεύω ότι ένα έργο έχει δημιουργηθεί από κάποιο συγκεκριμένο άτομο ή ομάδα
    οι μελετητές αρχικά είχαν αποδώσει το κείμενο στον Πλάτωνα, αλλά αργότερα, αυτό, αμφισβητήθηκε
  3. (μεταβατικό) εκφράζω, ερμηνεύω
    η πρωταγωνίστρια απέδωσε τον ρόλο της Ιουλιέτας με χάρη και πειστικότητα
  4. (μεταβατικό) παράγω έναν όγκο έργου ή εισοδήματος
  5. (αμετάβατο) επιτυγχάνω, φέρνω καρπούς, παράγω ένα αποτέλεσμα θετικό ή βελτιωμένο σε σχέση με το παρελθόν (και ως έκφραση: αποδίδω καρπούς)
    το παιδί είχε πολλά κενά στα μαθηματικά, αλλά το εντατικό διάβασμα τελικά απέδωσε
  6. δίνω πίσω, επιστρέφω

Άλλες μορφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • αποδίδω τιμές: τιμώ με επίσημο τρόπο ή με στρατιωτικό χαιρετισμό
  • αποδίδω δικαιοσύνη: βγάζω μια δίκαιη απόφαση και τιμωρώ ένα έγκλημα ή αποκαθιστώ την αδικία που έγινε εις βάρος κάποιου

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία