Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.kɔʁ.de/
 

accorder (fr)

  1. απονέμω, παρέχω, χορηγώ, εκχωρώ
  2. (μουσική) κουρντίζω
    il a accordé sa guitare - κούρντισε την κιθάρα του
  1. συμφωνώ (με κάποιον)
    le verbe s'accorde avec son sujet - το ρήμα συμφωνεί με το υποκείμενό του

Συγγενικά

επεξεργασία