accord
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- accord < μέση αγγλική acorden < παλαιά γαλλική acorder < λατινική accordo < ad + cor
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
accord (en)
- συμφωνία, σύμπτωση απόψεων και επιθυμιών
- συμφωνία, αρμονία μεταξύ μερών ενός συνόλου
- συμφωνία μεταξύ διαδίκων
- διεθνής συμφωνία
- (μουσική) η συγχορδία
- in accord: σύμφωνος
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
accord (fr)
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- en accord avec - σύμφωνα με
- il agit en accord avec le règlement : δρα σύμφωνα με τον κανονισμό.
- ils se sont mis d'accord, ils sont tombés d'accord - συμφώνησαν