Ετυμολογία

επεξεργασία
accord < μέση αγγλική acorden < παλαιά γαλλική acorder < λατινική accordo < ad + cor

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

accord (en)

  1. συμφωνία, σύμπτωση απόψεων και επιθυμιών
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη covenant
  2. συμφωνία, αρμονία μεταξύ μερών ενός συνόλου
  3. συμφωνία μεταξύ διαδίκων
  4. διεθνής συμφωνία
  5. (μουσική) η συγχορδία



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.kɔʁ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

accord (fr)

  1. η συμφωνία
  2. (μουσική) η συγχορδία

Εκφράσεις

επεξεργασία
il agit en accord avec le règlement : δρα σύμφωνα με τον κανονισμό.
ils se sont mis d'accord, ils sont tombés d'accord - συμφώνησαν

Συγγενικά

επεξεργασία

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία