σύμφωνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σύμφωνος | η | σύμφωνη | το | σύμφωνο |
γενική | του | σύμφωνου | της | σύμφωνης | του | σύμφωνου |
αιτιατική | τον | σύμφωνο | τη | σύμφωνη | το | σύμφωνο |
κλητική | σύμφωνε | σύμφωνη | σύμφωνο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σύμφωνοι | οι | σύμφωνες | τα | σύμφωνα |
γενική | των | σύμφωνων | των | σύμφωνων | των | σύμφωνων |
αιτιατική | τους | σύμφωνους | τις | σύμφωνες | τα | σύμφωνα |
κλητική | σύμφωνοι | σύμφωνες | σύμφωνα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σύμφωνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύμφωνος. Συγχρονικά αναλύεται σε (συν) σύμ- + φων(ή) + -ος.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsiɱ.fo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύμ‐φω‐νος
Επίθετο
επεξεργασίασύμφωνος, -η, ο
- που έχει την ίδια γνώμη με κάποιον άλλον
- που είναι αντίστοιχος με κάτι άλλο
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις συν και φωνή
Μεταφράσεις
επεξεργασία σύμφωνος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίασύμφωνος, -ος, -ον
- που έχει τον ίδιο ήχο, την ίδια φωνή
- (μουσική) που έχει το ίδιο τονικό ύψος, ή σε καλή αρμονική σχέση
- διαφορετικό το ὁμόφωνος
- (μεταφορικά) που είναι αντίστοιχος
- (μεταφορικά)
- που συμφωνεί
- που είναι συναινετικός, φιλικός
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις σύν και φωνή
Πηγές
επεξεργασία- σύμφωνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σύμφωνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.