concordant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | concordant | concordants |
θηλυκό | concordante | concordantes |
Επίθετο
επεξεργασίαconcordant (fr)
- (για ιδέες κ.λπ.) ταιριαστός, παράλληλος
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | concordant | concordants |
θηλυκό | concordante | concordantes |
concordant (fr)