ταιριαστός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /teɾ.ʝaˈstos/ & /teɾ.i̯aˈstos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ται‐ρια‐στός
Άλλες μορφές επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ταιριαστός, -ή, -ό
- που ταιριάζει με κάποιον άλλο