Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμβατός η συμβατή το συμβατό
      γενική του συμβατού της συμβατής του συμβατού
    αιτιατική τον συμβατό τη συμβατή το συμβατό
     κλητική συμβατέ συμβατή συμβατό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμβατοί οι συμβατές τα συμβατά
      γενική των συμβατών των συμβατών των συμβατών
    αιτιατική τους συμβατούς τις συμβατές τα συμβατά
     κλητική συμβατοί συμβατές συμβατά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμβατός < ελληνιστική συμβατός < συμβαίνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /siɱ.vaˈtos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /siɱ.vaˈti/ θηλυκό
ΔΦΑ : /siɱ.vaˈto/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

συμβατός, -ή, -ό

  1. που καθορίζεται από σύμβαση
  2. που μπορεί να υπάρξει με κάτι άλλο
  3. που ταιριάζει και χρησιμοποιείται με κάτι άλλο
  4. (πληροφορική) που μπορεί:
    • να εκτελεστεί από συγκεκριμένο υπολογιστή· λέγεται για πρόγραμμα
    • να χρησιμοποιηθεί με συγκεκριμένη συσκευή· λέγεται για εξαρτήματα υπολογιστών
    • να λειτουργήσει ισοδύναμα με κάποιο, ευρύτερα γνωστό και χρησιμοποιούμενο, σύστημα
  5. (βάσεις δεδομένων), (στο σχεσιακό μοντέλο) συμβατές λέγονται δύο σχέσεις   και  , που έχουν τον ίδιο βαθμό   και τα ίδια πεδία ορισμού για τα στοιχεία των πλειάδων τους, δηλαδή   για  , όπου dom, το αντίστοιχο πεδίο ορισμού[1]

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Ευαγγελία Πιτουρά, «Το Σχεσιακό Μοντέλο και η Σχεσιακή Άλγεβρα», σελ. 64, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Προσπέλαση 2020-02-04