dom
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΣύμβολο
επεξεργασίαdom (en)
- (βάσεις δεδομένων) συντομογραφία του domain, για το πεδίο ορισμού των γνωρισμάτων μιάς σχέσης
Βοσνιακά (bs)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdom (bs)
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdom (pl) αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία
Σλοβακικά (sk)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdom (sk) αρσενικό