πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυναστεία οι δυναστείες
      γενική της δυναστείας των δυναστειών
    αιτιατική τη δυναστεία τις δυναστείες
     κλητική δυναστεία δυναστείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δυναστεία θηλυκό

  1. μία σειρά μοναρχών που προέρχονται από την ίδια οικογένεια και διαδέχονται ο ένας τον άλλον με βάση το δίκαιο της κληρονομικής διαδοχής
  2. (κατ’ επέκταση) οικογένεια με μεγάλη επιρροή στον οικονομικό ή πολιτικό τομέα για δύο ´ή περισσότερες γενιές

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  • Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883