κυριαρχία
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κυριαρχία < αρχαία ελληνική κυριαρχία < αρχαία ελληνική κύριος + ἄρχω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ci.ɾi.aɾˈçi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐ρι‐αρ‐χί‐α
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κυριαρχία θηλυκό
- η εξουσία, η δυνατότητα να ορίζει μια ομάδα ή άτομο καταστάσεις με απόλυτο τρόπο
- το δικαίωμα της πολιτείας να ασκεί εξουσία στα εσωτερικά της ζητήματα και να καθορίζει την εξωτερικη της πολιτική
- η εθνική κυριαρχία
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κυριαρχία