οικογένεια
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | οικογένεια | οικογένειες |
γενική | οικογένειας | οικογενειών |
αιτιατική | οικογένεια | οικογένειες |
κλητική | οικογένεια | οικογένειες |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- οικογένεια < αρχαία ελληνική οἰκογενής (δούλος)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.kɔ.ˈʝɛ.ni.a/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
οικογένεια θηλυκό
- σύνολο προσώπων, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με πολύ στενό συγγενικό δεσμό (πατέρας, μητέρα και παιδιά)
- (κατ' επέκταση) σύνολο προσώπων, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με συγγενικούς δεσμούς
- στους γάμους μαζευόμαστε όλη η οικογένεια
- (μεταφορικά) σύνολο αντικειμένων κλπ. που έχουν πολύ στενή σχέση
- (συνεκδοχικά) (πληροφορική),(τυπογραφία) σύνολο γραμματοσειρών που έχουν κοινά χαρακτηριστικά (συνήθως οι διάφορες εκδοχές της γραμματοσειράς σε πλάγια, έντονα κλπ.)
- (βιολογία) υποδιαίρεση της συστηματικής κατάταξης ζώων και φυτών που βρίσκεται ανάμεσα στην τάξη και το γένος
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- από οικογένεια: χρησιμοποιείται για να δείξει ευγενική καταγωγή (ή, ειρωνικά, για το ακριβώς αντίθετο)
- δημιουργώ ή κάνω ή φτιάχνω οικογένεια: νυμφεύομαι (ή παντρεύομαι) συνήθως με σκοπό να κάνω και παιδιά
- οικογένεια Χωραφά: (συνήθως ως αστεϊσμό για) οικογένεια με πολλά μέλη
- συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
οικογένεια