↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σόι τα σόγια
      γενική του σογιού των σογιών
    αιτιατική το σόι τα σόγια
     κλητική σόι σόγια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τσάι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σόι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική صوی (soy, καταγωγή) (τουρκική soy)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈso.i/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σό‐ι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σόι ουδέτερο (οικογένεια)

  1. η ευρύτερη οικογένεια στην οποία ανήκει κάποιος
    ⮡  Ο γάμος τους διαλύθηκε εξαιτίας της ασυνεννοησίας ανάμεσα στα σόγια.
  2. το συγγενολόι
    ⮡  κάθε φορά που έχουμε γιορτή, πλακώνει όλο το σόι
  3. το είδος
    ⮡  τι σόι άνθρωπος είναι αυτός;

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία