• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

soy

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αγγλικά (en)
    • 1.1 Ουσιαστικό
  • 2 Ισπανικά (es)
    • 2.1 Ρηματικός τύπος
  • 3 Τουρκικά (tr)
    • 3.1 Ετυμολογία
    • 3.2 Προφορά
    • 3.3 Ουσιαστικό
      • 3.3.1 Δείτε επίσης

Αγγλικά (en)

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

soy (en)

  • (όσπριο) η σόγια



Ισπανικά (es)

επεξεργασία

Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

soy (es)

  • α΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεστώτα του ser



Τουρκικά (tr)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
soy < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική صوی (soy)

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈso·ɪ/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

soy (tr)

  1. το σόι
  2. το συγγενολόι
  3. το γένος
  4. η καταγωγή

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • νέα ελληνική: σόι
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=soy&oldid=5594183"
Τελευταία επεξεργασία στις 9 Σεπτεμβρίου 2022, στις 16:23

Γλώσσες

    • Asturianu
    • Azərbaycanca
    • Brezhoneg
    • Català
    • Čeština
    • Deutsch
    • English
    • Español
    • Eesti
    • Suomi
    • Français
    • Galego
    • Magyar
    • Հայերեն
    • Ido
    • 日本語
    • Қазақша
    • 한국어
    • Kurdî
    • Lietuvių
    • Malagasy
    • Монгол
    • Nederlands
    • Norsk
    • Polski
    • Română
    • Русский
    • Simple English
    • Svenska
    • Türkçe
    • Oʻzbekcha / ўзбекча
    • Tiếng Việt
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 9 Σεπτεμβρίου 2022, στις 16:23.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας