soy
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαsoy (en)
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαsoy (es)
Τουρκικά (tr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- soy < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική صوی (soy)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαsoy (tr)
- το σόι
- το συγγενολόι
- το γένος
- η καταγωγή