Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
soy
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά
(en)
1.1
Ουσιαστικό
2
Ισπανικά
(es)
2.1
Ρηματικός τύπος
3
Τουρκικά
(tr)
3.1
Ετυμολογία
3.2
Προφορά
3.3
Ουσιαστικό
3.3.1
Δείτε επίσης
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
soy
(en)
(
όσπριο
)
η
σόγια
Ισπανικά
(es)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
soy
(es)
α΄
πρόσωπο
ενικού
οριστικής
ενεστώτα
του
ser
Τουρκικά
(tr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
soy
<
(
κληρονομημένο
)
οθωμανική τουρκική
صوی
(
soy
)
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ˈso·ɪ
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
soy
(tr)
το
σόι
το
συγγενολόι
το
γένος
η
καταγωγή
Δείτε επίσης
επεξεργασία
νέα ελληνική
:
σόι