σόγια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σόγια | οι | σόγιες |
γενική | της | σόγιας | των | (σογιών) |
αιτιατική | τη | σόγια | τις | σόγιες |
κλητική | σόγια | σόγιες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σόγια < (άμεσο δάνειο) αγγλική soya < ιαπωνική ς προέλευσης
Ουσιαστικό
επεξεργασίασόγια θηλυκό
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίασόγια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σόι
Σύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- σόγια στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία σόγια
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίασόγια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σόι