Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σόγια οι σόγιες
      γενική της σόγιας των (σογιών)
    αιτιατική τη σόγια τις σόγιες
     κλητική σόγια σόγιες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σόγια < (άμεσο δάνειο) αγγλική soya < ιαπωνική ς προέλευσης
 
φυτεία σόγιας
 
ένα πιάτο με σόγια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σόγια θηλυκό

  1. (φυτό) το φυτό Γλυκίνη η μαξ (Glycine max)
  2. (όσπριο) το φασόλι του φυτού

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

σόγια ουδέτερο

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

σόγια ουδέτερο