φασόλι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φασόλι | τα | φασόλια |
γενική | του | φασολιού | των | φασολιών |
αιτιατική | το | φασόλι | τα | φασόλια |
κλητική | φασόλι | φασόλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φασόλι (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φασόλιν < *φασιόλιον ή *φασηόλιον με αποβολή του ημιφώνου μεταξύ [s] και φωνήεντος < υποκοριστικό για την ελληνιστική κοινή φασίολος < αντιδάνειο από τη λατινική phasiolus, phăsĕŏlus (făsĕŏlus) < υποκοριστικό του phaselus (φασόλι· πλοιάριο με σχήμα φασολιού) < αρχαία ελληνική φάσηλος[1] (που ήταν του γένους Vigna και όχι Φασιόλου) < πιθανόν δάνειο από μεσογειακή μη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα.[2] Δείτε και φασούλι, φασούλιν.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /faˈso.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐σό‐λι
Ουσιαστικό επεξεργασία
φασόλι ουδέτερο
- (όσπριο) ο καρπός της φασολιάς (όσπριο), του γένους: Φασίολος
- λαχανικό → δείτε τη λέξη φασολάκι
- (στον πληθυντικό) → φασόλια: φαγητό με φασόλια
Άλλες μορφές επεξεργασία
- φασούλι (λαϊκότροπο)
Συγγενικά επεξεργασία
οι τύποι με φασου-, λαϊκότροποι:
και
Υπώνυμα επεξεργασία
- αμπελοφάσουλο
- αραποφάσουλο
- γίγαντας, φασόλια γίγαντες
- κοκκινοφάσουλο
- μαυρομάτικο
- νεροφάσουλο
- μπαρμπούνι
- ροβίτσα
- τουρκοφάσουλο
- τσαουλί
- χάντρα
- χωριατοφάσουλο
Δείτε επίσης επεξεργασία
- φασολιά στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
φασόλι
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ φασόλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.