οικογενειακώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαοικογενειακώς
- (λόγιο) ως οικογένεια (για κάτι που αφορά σε όλα τα μέλη μιας οικογένειας)
- ⮡ μετακόμισαν οικογενειακώς στην Αθήνα
- ※ Του είχε ξυπνήσει τη νοσταλγία για την εποχή που πήγαιναν οικογενειακώς στη Δροσιά για πεϊνιρλί, μαζί με τον θείο Δημήτρη, τη θεία Κατερίνα και τις ξαδέλφες του, τη Σόνια και την Τατιάνα. Πως μοσχοβολούσε το λιωμένο βούτυρο! (Χίλντα Παπαδημητρίου, Έχουνε όλοι κακούς σκοπούς, εκδ. Μεταίχμιο, 2013)