βούτυρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βούτυρο | τα | βούτυρα |
γενική | του | βούτυρου & βουτύρου |
των | βούτυρων & βουτύρων |
αιτιατική | το | βούτυρο | τα | βούτυρα |
κλητική | βούτυρο | βούτυρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Ιδιωματικός πληθυντικός, βουτύρατα. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βούτυρο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βούτυρον[1] / βούτυρος < βοῦς + τυρός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈvu.ti.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βού‐τυ‐ρο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβούτυρο ουδέτερο
- (τρόφιμο) λιπαρό τρόφιμο με υπόλευκο ή κίτρινο χρώμα που γίνεται από το γάλα ή ορισμένα φυτά κι έχει μαγειρική ζαχαροπλαστική χρήση
- ⮡ καραμέλες βουτύρου
- ※ Του είχε ξυπνήσει τη νοσταλγία για την εποχή που πήγαιναν οικογενειακώς στη Δροσιά για πεϊνιρλί, μαζί με τον θείο Δημήτρη, τη θεία Κατερίνα και τις ξαδέλφες του, τη Σόνια και την Τατιάνα. Πως μοσχοβολούσε το λιωμένο βούτυρο! (Χίλντα Παπαδημητρίου, Έχουνε όλοι κακούς σκοπούς, εκδ. Μεταίχμιο, 2013)
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- φυτικό βούτυρο : ελαιώδης ουσία που γίνεται από ορισμένα φυτά
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- σε διαλέκτους και ιδιώματα:
- βούτυρο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία βούτυρο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ βούτυρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας