βούτυρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βούτυρο | τα | βούτυρα |
γενική | του | βούτυρου & βουτύρου |
των | βούτυρων & βουτύρων |
αιτιατική | το | βούτυρο | τα | βούτυρα |
κλητική | βούτυρο | βούτυρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Ιδιωματικός πληθυντικός, βουτύρατα. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βούτυρο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βούτυρον[1] / βούτυρος < βοῦς + τυρός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈvu.ti.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βού‐τυ‐ρο
Ουσιαστικό επεξεργασία
βούτυρο ουδέτερο
- (τρόφιμο) λιπαρό τρόφιμο με υπόλευκο ή κίτρινο χρώμα που γίνεται από το γάλα ή ορισμένα φυτά κι έχει μαγειρική ζαχαροπλαστική χρήση
- ↪ καραμέλες βουτύρου
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
- φυτικό βούτυρο : ελαιώδης ουσία που γίνεται από ορισμένα φυτά
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- σε διαλέκτους και ιδιώματα:
- βούτυρο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
βούτυρο
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ βούτυρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.