τυρός
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τυρός | οι | τυροί |
γενική | του | τυρού | των | τυρών |
αιτιατική | τον | τυρό | τους | τυρούς |
κλητική | τυρέ | τυροί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τυρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική grc
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
τυρός αρσενικό
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- μεταξύ τυρού και αχλαδίου: κατά τη διάρκεια του γεύματος, όταν τρώμε το επιδόρπιο - (συνεκδοχικά) περιστασιακά, συμπτωματικά
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | τυρός | οἱ | τυροί |
γενική | τοῦ | τυροῦ | τῶν | τυρῶν |
δοτική | τῷ | τυρῷ | τοῖς | τυροῖς |
αιτιατική | τὸν | τυρόν | τοὺς | τυρούς |
κλητική ὦ! | τυρέ | τυροί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τυρώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | τυροῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τυρός < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
τυρός αρσενικό
- (τρόφιμο, γαστρονομία τυρί
- εἷσεν δ' εἰσαγαγοῦσα κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε, / ἐν δέ σφιν τυρόν τε καὶ ἄλφιτα καὶ μέλι χλωρὸν / οἴνῳ Πραμνείῳ ἐκύκα.
- → λείπει η μετάφραση
- (Όμηρος, Οδύσσεια, 233-235)
- εἷσεν δ' εἰσαγαγοῦσα κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε, / ἐν δέ σφιν τυρόν τε καὶ ἄλφιτα καὶ μέλι χλωρὸν / οἴνῳ Πραμνείῳ ἐκύκα.
- τόπος που πουλιέται τυρί