Δείτε επίσης: Τύρος, Τυρός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τυρός οι τυροί
      γενική του τυρού των τυρών
    αιτιατική τον τυρό τους τυρούς
     κλητική τυρέ τυροί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τυρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τυρός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tiˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τυ‐ρός
ομόηχο: Τυρός
τονικό παρώνυμο: Τύρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τυρός αρσενικό

Εκφράσεις επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τυρός οἱ τυροί
      γενική τοῦ τυροῦ τῶν τυρῶν
      δοτική τῷ τυρ τοῖς τυροῖς
    αιτιατική τὸν τυρόν τοὺς τυρούς
     κλητική ! τυρέ τυροί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τυρώ
γεν-δοτ τοῖν  τυροῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τυρός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τυρός αρσενικό

  1. (τρόφιμο, γαστρονομία) τυρί
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 230 (233-235)
    εἷσεν δ' εἰσαγαγοῦσα κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε, / ἐν δέ σφιν τυρόν τε καὶ ἄλφιτα καὶ μέλι χλωρὸν / οἴνῳ Πραμνείῳ ἐκύκα.
    λείπει η μετάφραση
  2. τόπος που πουλιέται τυρί

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία