τυρί
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τυρί | τα | τυριά |
γενική | του | τυριού | των | τυριών |
αιτιατική | το | τυρί | τα | τυριά |
κλητική | τυρί | τυριά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τυρί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τυρίν < ελληνιστική κοινή τυρίον (τυράκι) < αρχαία ελληνική τυρός + υποκοριστικό επίθημα -ίον < πρωτοελληνική *tūrós (μυκηναϊκή διάλεκτος : 𐀶𐀫: tu-ro /tūrós/) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tuh₂-ró-s < *tewh₂- (φουσκώνω, διογκώνω)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /tiˈɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τυ‐ρί
- ομόηχο: τηρεί
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
τυρί ουδέτερο
- (τρόφιμο, γαστρονομία) τροφικό παρασκεύασμα που φτιάχνεται σε εκμαγείο από την πήξη του γάλακτος με ή χωρίς ζύμωση
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
- τυρός (λόγιο)
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- ανθότυρο
- κεφαλοτύρι
- λαδοτύρι
- τυρεμπόριο
- τυρέμπορος
- τυροβόλι
- τυροβούτυρο
- τυρόγαλα, τυρόγαλο
- τυρογαριδάκι
- τυροδοχείο
- τυροκαυτερή
- τυροκομείο
- τυροκομία
- τυροκομικός
- τυροκόμος
- τυροκομώ
- τυροκροκέτα
- τυρομαντεία
- τυρόπηγμα
- τυρόπιτα
- τυροπιτάδικο
- τυροπιτάκι
- τυροπιτάς
- τυροπωλείο
- τυροπώλης
- τυρόσουπα
- τυρόψωμο
- τυροφαγία
- τυροφάγος
- χλωροτύρι
- ψωμοτύρι
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
τυρί