Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τυροκομία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
τυροκομί
α
οι
τυροκομί
ες
γενική
της
τυροκομί
ας
των
τυροκομι
ών
αιτιατική
την
τυροκομί
α
τις
τυροκομί
ες
κλητική
τυροκομί
α
τυροκομί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τυροκομία
<
τυρ(ί)
+
-ο-
+
-κομία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τυροκομία
θηλυκό
η παραγωγή τυριού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τυροκομία