Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τυρέμπορος οι τυρέμποροι
      γενική του τυρέμπορου
τυρεμπόρου
των τυρέμπορων
τυρεμπόρων
    αιτιατική τον τυρέμπορο τους τυρέμπορους
τυρεμπόρους
     κλητική τυρέμπορε τυρέμποροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τυρέμπορος < τυρ(ί) + -έμπορος[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τυρέμπορος αρσενικό ή θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία