έμπορος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | έμπορος | οι | έμποροι |
γενική | του/της του |
εμπόρου έμπορου |
των | εμπόρων & έμπορων |
αιτιατική | τον/την | έμπορο | τους/τις τους |
εμπόρους έμπορους |
κλητική | έμπορε | έμποροι | ||
Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού και αιτιατικής πληθυντικού, μόνο για το αρσενικό. Δείτε και έμπορας με επιπλέον εμπόροι στην ονοματική και κλητική του πληθυντικού | ||||
Κατηγορία όπως «βιομήχανος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- έμπορος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἔμπορος < ἐν πόρῳ[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈem.bo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐μπο‐ρος
- παλιότερος συλλαβισμός : έμ‐πο‐ρος
Ουσιαστικό επεξεργασία
έμπορος αρσενικό ή θηλυκό (και προφορικό έμπορας / εμπόρισσα)
- (επάγγελμα) που αγοράζει προϊόντα σε μεγάλες ποσότητες και τα πουλάει σε μικρότερες χωρίς να τα μεταποιεί
- (παρωχημένο) που πουλάει υφάσματα και λευκά είδη
- (μεταφορικά, μειωτικό) που δεν ενδιαφέρεται για την ποιότητα των προϊόντων ή των υπηρεσιών που παρέχει αλλά μόνο για το κέρδος
- (μεταφορικά, μειωτικό) που εκμεταλλεύεται κάποιο κοινωνικό αγαθό για να κερδίσει χρήματα
επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
- δείτε τα προσφύματα → εμπορο-, -εμπορία, -εμπόριο, -έμπορος, -έμπορας
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα εμπορο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -εμπορία στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -εμπόριο στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -έμπορας στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -έμπορος στο Βικιλεξικό
Δείτε επίσης επεξεργασία
- έμπορος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
έμπορος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.