Δείτε επίσης: έμπορος, ἔμπορος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο -έμπορος οι -έμποροι
      γενική του -έμπορου
& -εμπόρου
των -έμπορων
& -εμπόρων
    αιτιατική τον -έμπορο τους -έμπορους
& -εμπόρους
     κλητική -έμπορε -έμποροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

-έμπορος αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία