-έμπορος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | -έμπορος | οι | -έμποροι |
γενική | του | -έμπορου & -εμπόρου |
των | -έμπορων & -εμπόρων |
αιτιατική | τον | -έμπορο | τους | -έμπορους & -εμπόρους |
κλητική | -έμπορε | -έμποροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- -έμπορος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή -έμπορος < αρχαία ελληνική ἔμπορος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈem.bo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐μπο‐ρος
ΕπίθημαΕπεξεργασία
-έμπορος αρσενικό
- ο έμπορος ως δεύτερο συνθετικό
- που εμπορεύεται ό,τι δηλώνει το πρώτο συνθετικό
- που εμπορεύεται με τον τρόπο ή στην έκταση που δηλώνει το πρώτο συνθετικό
- μεγαλέμπορος
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
- -έμπορας (λαϊκότροπο)
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «"-έμπορος"» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- -έμπορος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική έμπορος < αρχαία ελληνική ἔμπορος
ΕπίθημαΕπεξεργασία
-έμπορος αρσενικό
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | -έμπορος | οἱ | -έμποροι |
γενική | τοῦ | -εμπόρου | τῶν | -εμπόρων |
δοτική | τῷ | -εμπόρῳ | τοῖς | -εμπόροις |
αιτιατική | τὸν | -έμπορον | τοὺς | -εμπόρους |
κλητική ὦ! | -έμπορε | -έμποροι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -εμπόρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | -εμπόροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- -έμπορος < αρχαία ελληνική ἔμπορος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
-έμπορος αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) ο ἔμπορος ως δεύτερο συνθετικό: που εμπορεύεται ό,τι δηλώνει το πρώτο συνθετικό
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «"-έμπορος"» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.