• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ζωέμπορος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζωέμπορος οι ζωέμποροι
      γενική του ζωέμπορου
& ζωεμπόρου
των ζωέμπορων
& ζωεμπόρων
    αιτιατική τον ζωέμπορο τους ζωέμπορους
& ζωεμπόρους
     κλητική ζωέμπορε ζωέμποροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ζωέμπορος < ζώ(ο) + -έμπορος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζωέμπορος αρσενικό και ζωέμπορας

  • (επάγγελμα) αυτός που ασχολείται με το εμπόριο ζώων όπως βοοειδών, χοίρων και αμνοεριφίων

Συγγενικά

επεξεργασία
  • ζωέμπορας
  • ζωεμπόριο
  • ζωεμπορία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ζωέμπορος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ζωέμπορος&oldid=7110030"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Μαΐου 2025, στις 15:28

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Μαΐου 2025, στις 15:28. Page was rendered with Parsoid.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας