ζωέμπορας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαζωέμπορας αρσενικό και ζωέμπορος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ζωέμπορας
→ δείτε τη λέξη ζωέμπορος |
ζωέμπορας αρσενικό και ζωέμπορος
→ δείτε τη λέξη ζωέμπορος |