↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζωέμπορας οι ζωέμπορες
      γενική του ζωέμπορα των ζωεμπόρων
    αιτιατική τον ζωέμπορα τους ζωέμπορες
     κλητική ζωέμπορα ζωέμπορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζωέμπορας < ζώο + έμπορας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζωέμπορας αρσενικό και ζωέμπορος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία