Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζωέμπορας οι ζωέμπορες
      γενική του ζωέμπορα των ζωεμπόρων
    αιτιατική τον ζωέμπορα τους ζωέμπορες
     κλητική ζωέμπορα ζωέμπορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζωέμπορας < ζώο + έμπορας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζωέμπορας αρσενικό και ζωέμπορος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία