↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χοιρέμπορος οι χοιρέμποροι
      γενική του χοιρέμπορου
χοιρεμπόρου
των χοιρέμπορων
χοιρεμπόρων
    αιτιατική τον χοιρέμπορο τους χοιρέμπορους
χοιρεμπόρους
     κλητική χοιρέμπορε χοιρέμποροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χοιρέμπορος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χοιρέμπορος < < αρχαία ελληνική χοῖρ(ος) + -έμπορος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /çiˈɾem.bo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χοι‐ρέ‐μπο‐ρος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χοιρέμπορος αρσενικό

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.



  Ετυμολογία

επεξεργασία
χοιρέμπορος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή χοιρέμπορος < αρχαία ελληνική χοῖρ(ος) + -έμπορος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χοιρέμπορος αρσενικό



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χοιρέμπορος οἱ χοιρέμποροι
      γενική τοῦ χοιρεμπόρου τῶν χοιρεμπόρων
      δοτική τῷ χοιρεμπόρ τοῖς χοιρεμπόροις
    αιτιατική τὸν χοιρέμπορον τοὺς χοιρεμπόρους
     κλητική ! χοιρέμπορε χοιρέμποροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χοιρεμπόρω
γεν-δοτ τοῖν  χοιρεμπόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χοιρέμπορος < αρχαία ελληνική χοῖρ(ος) + -έμπορος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χοιρέμπορος αρσενικό