Δείτε επίσης: χῆρος, χήρος, χειρός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χοίρος οι χοίροι
      γενική του χοίρου των χοίρων
    αιτιατική τον χοίρο τους χοίρους
     κλητική χοίρε χοίροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
οικόσιτος χοίρος (Sus scrofa) με γουρουνάκι

  Ετυμολογία επεξεργασία

χοίρος < αρχαία ελληνική χοῖρος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈçi.ɾos/

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χοίρος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία