↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χοιρομέρι τα χοιρομέρια
      γενική του χοιρομεριού των χοιρομεριών
    αιτιατική το χοιρομέρι τα χοιρομέρια
     κλητική χοιρομέρι χοιρομέρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χοιρομέρι (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χοιρομέριον ή χειρομέριν[1] < χοίρος + μερίν (< μηρίον)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χοιρομέρι ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. χοιρομέρι - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  2. σοιρομέριν @polignosi Κυπριακή Διάλεκτος στη Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια του Άντρου Παυλίδη