Δείτε επίσης: αλάτη

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλάτι τα αλάτια
      γενική του αλατιού των αλατιών
    αιτιατική το αλάτι τα αλάτια
     κλητική αλάτι αλάτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Αλάτι πέφτει σε ποτήρι με νερό

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλάτι < μεσαιωνική ελληνική αλάτι < ελληνιστική κοινή ἁλάτιον < αρχαία ελληνική ἅλας < ἅλς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *séh₂l- / *séh₂ls (αλάτι)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈla.ti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐λά‐τι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλάτι ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία