Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
sale sales

  Ουσιαστικό επεξεργασία

sale (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το πούλημα, η πώληση, μια πράξη ή η διαδικασία πώλησης κάτι
    It is for sale.
    Είναι για πούλημα.
    I haven’t made a single sale all day.
    Δεν έκανα ούτε μια πούλημα όλη τη μέρα.
    a sales tax - φόρος πωλήσεων
    cash/credit sales - πωλήσεις τοις μετρητοίς/επί πιστώσει
  2. (μόνο στον πληθυντικό) οι πωλήσεις, ο αριθμός των ειδών που πωλήθηκαν
    Sales are up/down.
    Οι πωλήσεις αυξήθηκαν/μειώθηκαν.
  3. (μη μετρήσιμο, μόνο στον πληθυντικό) οι πωλήσεις, το κομμάτι μιας εταιρείας που ασχολείται με την πώληση των προϊόντων της
    a salesroom - αίθουσα πωλήσεων
    a sales department - τμήμα πωλήσεων
  4. (μετρήσιμο) η έκπτωση, μια περίσταση που ένα κατάστημα πουλά τα προϊόντα του σε χαμηλότερη τιμή από τη συνηθισμένη
    winter/summer sales - χειμερινές/καλοκαιρινές εκπτώσεις
    When do the sales begin?
    Πότε αρχίζουν οι εκπτώσεις;
    Now that the sales are on…
    Τώρα που έχουμε εκπτώσεις
  5. (μετρήσιμο) η δημοπρασία, μια ευκαιρία που πωλούνται αγαθά
    a car sale - δημοπρασία αυτοκινήτων
     συνώνυμα: auction

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sal/
 

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
sale sales

sale (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικές λέξεις επεξεργασία



Ιταλικά (it) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
sale sali

sale (it) αρσενικό

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
sala sale

sale (it)