sale
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
sale | sales |
Ουσιαστικό επεξεργασία
sale (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το πούλημα, η πώληση, μια πράξη ή η διαδικασία πώλησης κάτι
- ↪ It is for sale.
- Είναι για πούλημα.
- ↪ I haven’t made a single sale all day.
- Δεν έκανα ούτε μια πούλημα όλη τη μέρα.
- ↪ a sales tax - φόρος πωλήσεων
- ↪ cash/credit sales - πωλήσεις τοις μετρητοίς/επί πιστώσει
- ↪ It is for sale.
- (μόνο στον πληθυντικό) οι πωλήσεις, ο αριθμός των ειδών που πωλήθηκαν
- ↪ Sales are up/down.
- Οι πωλήσεις αυξήθηκαν/μειώθηκαν.
- ↪ Sales are up/down.
- (μη μετρήσιμο, μόνο στον πληθυντικό) οι πωλήσεις, το κομμάτι μιας εταιρείας που ασχολείται με την πώληση των προϊόντων της
- ↪ a salesroom - αίθουσα πωλήσεων
- ↪ a sales department - τμήμα πωλήσεων
- (μετρήσιμο) η έκπτωση, μια περίσταση που ένα κατάστημα πουλά τα προϊόντα του σε χαμηλότερη τιμή από τη συνηθισμένη
- ↪ winter/summer sales - χειμερινές/καλοκαιρινές εκπτώσεις
- ↪ When do the sales begin?
- Πότε αρχίζουν οι εκπτώσεις;
- ↪ Now that the sales are on…
- Τώρα που έχουμε εκπτώσεις…
- (μετρήσιμο) η δημοπρασία, μια ευκαιρία που πωλούνται αγαθά
Πηγές επεξεργασία
- sale - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 272, 729, 763. ISBN 9780194325684., λήμμα: έκπτωση, πούλημα, πώληση
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
sale | sales |
sale (fr) αρσενικό ή θηλυκό
επεξεργασία
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
sale | sali |
sale (it) αρσενικό
- το αλάτι
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
sala | sale |
sale (it)