Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
saleté saletés

  Ουσιαστικό επεξεργασία

saleté (fr) θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη sale