ρυπαρός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ρυπαρός | η | ρυπαρή | το | ρυπαρό |
γενική | του | ρυπαρού | της | ρυπαρής | του | ρυπαρού |
αιτιατική | τον | ρυπαρό | τη | ρυπαρή | το | ρυπαρό |
κλητική | ρυπαρέ | ρυπαρή | ρυπαρό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ρυπαροί | οι | ρυπαρές | τα | ρυπαρά |
γενική | των | ρυπαρών | των | ρυπαρών | των | ρυπαρών |
αιτιατική | τους | ρυπαρούς | τις | ρυπαρές | τα | ρυπαρά |
κλητική | ρυπαροί | ρυπαρές | ρυπαρά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρυπαρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥυπαρός < ῥύπ(ος) + -αρός
Επίθετο
επεξεργασίαρυπαρός, -ή, -ό
- βρόμικος, βρομιάρης, ακάθαρτος
- (μεταφορικά) αισχρός, ανήθικος
- ※ (καθαρεύουσα) ὁ σοφὸς Ἀλκουίνος ἔλουεν εἰς τὸ ὕδωρ τοῦ βαπτίσματος τοὺς ῥυπαροὺς τοῦ Καρόλου ὑπηκόους
- Εμμανουήλ Ροΐδης, Η Πάπισσα Ιωάννα (1886), Μέρος Α΄
- ※ (καθαρεύουσα) ὁ σοφὸς Ἀλκουίνος ἔλουεν εἰς τὸ ὕδωρ τοῦ βαπτίσματος τοὺς ῥυπαροὺς τοῦ Καρόλου ὑπηκόους
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ρύπος