Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βρομιάρης η βρομιάρα το βρομιάρικο
      γενική του βρομιάρη της βρομιάρας του βρομιάρικου
    αιτιατική τον βρομιάρη τη βρομιάρα το βρομιάρικο
     κλητική βρομιάρη βρομιάρα βρομιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βρομιάρηδες οι βρομιάρες τα βρομιάρικα
      γενική των βρομιάρηδων των βρομιάρικων
    αιτιατική τους βρομιάρηδες τις βρομιάρες τα βρομιάρικα
     κλητική βρομιάρηδες βρομιάρες βρομιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βρομιάρης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βρομιάρης < βρόμ(α) + -ιάρης[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vɾoˈmɲa.ɾis/

  Επίθετο επεξεργασία

βρομιάρης, -α, -ικο

  1. (κυριολεκτικά) που είναι μονίμως βρόμικος
     συνώνυμα: βρομερός, βρομιάρικος, ακάθαρτος
  2. (μεταφορικά) ανήθικος, αισχρός

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βρομιάρης οι βρομιάρηδες
      γενική του βρομιάρη των βρομιάρηδων
    αιτιατική τον βρομιάρη τους βρομιάρηδες
     κλητική βρομιάρη βρομιάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

βρομιάρης αρσενικό (θηλυκό βρομιάρα)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία