πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βρομιάρης η βρομιάρα το βρομιάρικο
      γενική του βρομιάρη της βρομιάρας του βρομιάρικου
    αιτιατική τον βρομιάρη τη βρομιάρα το βρομιάρικο
     κλητική βρομιάρη βρομιάρα βρομιάρικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βρομιάρηδες οι βρομιάρες τα βρομιάρικα
      γενική των βρομιάρηδων των βρομιάρικων
    αιτιατική τους βρομιάρηδες τις βρομιάρες τα βρομιάρικα
     κλητική βρομιάρηδες βρομιάρες βρομιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία