-ιάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | -ιάρης | η | -ιάρα | το | -ιάρικο |
γενική | του | -ιάρη | της | -ιάρας | του | -ιάρικου |
αιτιατική | τον | -ιάρη | τη(ν) | -ιάρα | το | -ιάρικο |
κλητική | -ιάρη | -ιάρα | -ιάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | -ιάρηδες | οι | -ιάρες | τα | -ιάρικα |
γενική | των | -ιάρηδων | — | των | -ιάρικων | |
αιτιατική | τους | -ιάρηδες | τις | -ιάρες | τα | -ιάρικα |
κλητική | -ιάρηδες | -ιάρες | -ιάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- -ιάρης < μεσαιωνικό επίθημα < ελληνιστικό -άριος
Επίθημα
επεξεργασία-ιάρης και -άρης
- στην κατάληξη ουσιαστικών για την παραγωγή επιθέτων (-ιάρης, -ιάρα, -ιάρικο) που δείχνουν ότι η ιδιότητα του ουσιαστικού είναι ιδιαίτερα συνήθης ή μόνιμη στο άτομο
- στην κατάληξη ουσιαστικών για την παραγωγή ουσιαστικών που συχνά δηλώνουν επάγγελμα
- μεροκαματιάρης (μεροκάματο)
- σκουπιδιάρης (σκουπίδια)
- ταβερνιάρης (ταβέρνα) σε αυτήν την περίπτωση κατά τα εις -άρης και -αρης (αγελαδάρης, φούρναρης)
- στην κατάληξη λέξεων κυρίως μειωτικών, υβριστικών ή πάντως ως επί το πλείστον αργκό, ώστε να μεγεθύνει και να επιτείνει ακόμα περισσότερο την αρνητική έννοιά τους
- κιτρινιάρης (κίτρινος)
- κασιδιάρης (κασίδα)
- χλεμπονιάρης (χλεμπόνα)
- χτικιάρης (χτικιό, υβριστικό αλλά και ο φυματικός παλιότερα)
- στην κατάληξη ουσιαστικών για την παραγωγή επιθέτων που δείχνουν ότι κάποιος έχει την ιδιότητα του ουσιαστικού σε μόνιμο και υπερβολικό βαθμό, όχι πάντα υβριστικά ή μειωτικά
- λυπησιάρης (λύπη - δε λυπάται τους άλλους ευκαιριακά και τους λυπάται πολύ)
- ταξιδιάρης (ταξίδι - ταξιδεύει συχνά, του αρέσουν τα ταξίδια)
- αρρωστιάρης (αρρώστια -αρρωσταίνει συχνά)
- βρωμιάρης (βρώμα - το βρώμικος μπορεί να συνιστά προσωρινή ιδιότητα)
- σε -άρης, για σχηματισμό ουσιαστικών επαγγελματικών
- γελαδάρης, γελαδάρισσα, περιβολάρης, περιβολάρισσα
- σε -άρης για σχηματισμό επιθέτων ηλικιακών, αλλά όχι μόνον
- δεκαεξάρης, δεκαεξάρα, δεκαοξάρικο
- σαραντάρης, σαραντάρα
- διακοσάρα λάμπα, κατοστάρης δρομέας (των 100 μ.)
- σε -άρης (και -αράς) για σχηματισμό επιθέτων που δείχνουν ότι κάποιος έχει έντονη την ιδιότητα του ουσιαστικού ή που θέλει να δείξει την ειδική ιδιότητα που ενδιαφέρει αυτήν τη στιγμή
- πεισματάρης, πεισματάρα, δουλευταράς, δουλευταρού
- νοικάρης, νοικάρα
→ δείτε τη λέξη -άριος